τεντώνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: ''παθητική φωνή του ρήματος'' τεντώνω → {{παθ|τεντώνω}}, : '''{{PAGENAME}}''', → : '''{{PAGENAME με τη χρήση [[Βικιπαίδεια:Auto...
Γραμμή 2: Γραμμή 2:


==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{παθ|τεντώνω}}
: '''{{PAGENAME}}''': {{παθ|τεντώνω}}


==={{ρήμα|el}}===
==={{ρήμα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|τεντωνόμουν|τεντωθώ|τεντώθηκα||τεντωμένος}}
'''{{PAGENAME}}'''{{el-ρήμα|τεντωνόμουν|τεντωθώ|τεντώθηκα||τεντωμένος}}
# με [[τεντώνω|τεντώνουν]]
# με [[τεντώνω|τεντώνουν]]
# [[τεντώνω]] τα άκρα μου (πχ για να [[ξεμουδιάζω|ξεμουδιάσω]])
# [[τεντώνω]] τα άκρα μου (π.χ. για να [[ξεμουδιάζω|ξεμουδιάσω]])
#:{{συνων}} [[αποταυρίζομαι]]

==={{κλίση}}===
==={{κλίση}}===
{{el-κλίσ-'ενώνομαι'|τεντώ|τεντω}}
{{el-κλίσ-'δηλώνομαι'}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 19:06, 3 Φεβρουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

τεντώνομαι: παθητική φωνή του ρήματος τεντώνω

Ρήμα

τεντώνομαι, πρτ.: τεντωνόμουν, στ.μέλλ.: θα τεντωθώ, αόρ.: τεντώθηκα, μτχ.π.π.: τεντωμένος

  1. με τεντώνουν
  2. τεντώνω τα άκρα μου (π.χ. για να ξεμουδιάσω)
     συνώνυμα: αποταυρίζομαι

Κλίση

Μεταφράσεις