άθροισμα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Matiia (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Ανάκληση των αλλαγών 79.131.158.25 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:άθροισμα
Γραμμή 72: Γραμμή 72:
[[chr:άθροισμα]]
[[chr:άθροισμα]]
[[en:άθροισμα]]
[[en:άθροισμα]]
[[eo:άθροισμα]]
[[fi:άθροισμα]]
[[fi:άθροισμα]]
[[fr:άθροισμα]]
[[fr:άθροισμα]]

Αναθεώρηση της 23:24, 18 Φεβρουαρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'όνομα'

Ετυμολογία

άθροισμα < αθροίζω < αθρόος (: άφθονος, μαζικός)

Ουσιαστικό

άθροισμα ουδέτερο

  • το αποτέλεσμα της μαθηματικής πράξης, κατά την οποία προστίθενται δύο ή περισσότεροι αριθμοί, μεγέθη, ποσότητες, διανύσματα κλπ
το 10 είναι το άθροισμα του 6 και του 4
  • το αποτέλεσμα που προκύπτει, όταν προσθέτομε μετρήσιμα στοιχεία σε καταμέτρηση
το άθροισμα των ψήφων
  • το σύνολο των στοιχείων που συνδέονται εξωτερικά, χωρίς να χάνει το καθένα την αυτονομία και την ατομικότητά του

Συγγενικά

Συνώνυμα

Μεταφράσεις