χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη az
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:χήνα
Γραμμή 124: Γραμμή 124:
[[da:χήνα]]
[[da:χήνα]]
[[en:χήνα]]
[[en:χήνα]]
[[eo:χήνα]]
[[fr:χήνα]]
[[fr:χήνα]]
[[hu:χήνα]]
[[hu:χήνα]]

Αναθεώρηση της 11:33, 4 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα

χήνα θηλυκό

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χήνα < κέχηνα χαίνω

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό

  • η χήνα, η άγρια και η ήμερη


Συγγενικά