έρευνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:582:108B:CF00:8813:82D0:8408:BFA (συζήτηση) επιστροφή στην προηγο... |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 46: | Γραμμή 46: | ||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{it}} : {{τ|it|ricerca }} |
|||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 08:01, 9 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έρευνα < αρχαία ελληνική ἔρευνα
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έρευνα θηλυκό
- (επιστήμη) η εξέταση στοιχείων με σκοπό την επιβεβαίωσή τους ή η αναζήτηση νέων δεδομένων
- οι έρευνες του τομέα πυρηνικής φυσικής περιστρέφονται τώρα γύρω από το ζήτημα της αντιύλης
- (γενικότερα) ο συστηματικός τρόπος επίλυσης των επιστημονικών προβλημάτων
- εγκατέλειψε τη διδασκαλία για να αφοσιωθεί στην έρευνα
- η καταγραφή στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο σύνολο προσώπων
- οι εταιρείες δημοσκοπήσεων διενεργούν έρευνες συνήθως σε προεκλογική περίοδο
- η συστηματική αναζήτηση ενός προσώπου ή αντικειμένου σε ένα χώρο
- η αστυνομία έκανε έρευνα σε σπίτια υπόπτων
- κανένα νεότερο από τις έρευνες για την ανακάλυψη των αγνοούμενων ορειβατών
- η διερεύνηση μιας υπόθεσης (πχ αστυνομικής φύσεως) με σκοπό την ανακάλυψη της αλήθειας