έτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:έτος |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eu:έτος |
||
Γραμμή 84: | Γραμμή 84: | ||
[[eo:έτος]] |
[[eo:έτος]] |
||
[[et:έτος]] |
[[et:έτος]] |
||
[[eu:έτος]] |
|||
[[fa:έτος]] |
[[fa:έτος]] |
||
[[fi:έτος]] |
[[fi:έτος]] |
Αναθεώρηση της 04:47, 10 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- έτος < αρχαία ελληνική ἔτος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
έτος ουδέτερο
- χρονική περίοδος κατά την οποία η γη συμπληρώνει μία πλήρη περιφορά γύρω από τον ήλιο
- χρονική περίοδος αντίστοιχη με το χρόνο περιφοράς της γης γύρω από τον ήλιο· ισοδυναμεί με 12 μήνες ή 365 μέρες, όμως καθορίζεται συμβατικά από τις ανθρώπινες κοινωνίες και κατά καιρούς διαφέρει
- σεληνιακό έτος, δίσεκτο έτος
- χρονική περίοδος που σχετίζεται με έναν ετήσιο κύκλο ανθρώπινων δραστηριοτήτων
- οικονομικό έτος, σχολικό έτος, ακαδημαϊκό έτος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
- επετειακός
- επέτειος
- μονοετής, διετής, τριετής κ.λπ.