δυσκολία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ περιττά τα σχόλια |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:δυσκολία]] |
|||
[[fr:δυσκολία]] |
[[fr:δυσκολία]] |
||
[[mg:δυσκολία]] |
[[mg:δυσκολία]] |
Αναθεώρηση της 13:11, 16 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δυσκολία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
δυσκολία θηλυκό
- πρόβλημα, δυσλειτουργία, η ανικανότητα να κάνει κανείς κάτι τόσο γρήγορα ή τόσο καλά όσο θα γινόταν κανονικά από άλλους
- μαθησιακές δυσκολίες, δυσκολία αναπνοής
- αντιξοότητα, δυσάρεστη κατάσταση ή περίοδος
- αντιμετωπίζει τις δυσκολίες της ζωής πάντα με αισιοδοξία
- το αποτέλεσμα της ύπαρξης εμποδίων που επιβαρύνουν μια κίνηση ή μια πράξη
- με δυσκολία η κυκλοφορία στο κέντρο της πόλης λόγω των συνεχιζόμενων διαδηλώσεων
- το αποτέλεσμα του να γνώρισες πέντε δέκα άτομα και να το παίζεις δύσκολος στο γήπεδο
Μεταφράσεις
δυσκολία