προμήθεια: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ανάκληση της επεξεργασίας 3567979 του 176.92.82.225 (Συζήτηση) |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη mg |
||
Γραμμή 68: | Γραμμή 68: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:προμήθεια]] |
Αναθεώρηση της 21:15, 16 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προμήθεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
προμήθεια θηλυκό
- η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
- (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι
Μεταφράσεις
προμήθεια
|