υδρόφιλος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη ru
Γραμμή 59: Γραμμή 59:


[[en:υδρόφιλος]]
[[en:υδρόφιλος]]
[[ru:υδρόφιλος]]

Αναθεώρηση της 22:13, 16 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

υδρόφιλος < ύδωρ + φίλος

Επίθετο

υδρόφιλος -η/-ος -ο

  1. που «αγαπάει» ή έχει την τάση να απορροφά το νερό
    βάμβαξ υδρόφιλος φαρμακευτικός
    Το υαλουρονικό οξύ αποτελεί ένα φυσικό υδρόφιλο συστατικό του δέρματος, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ποικιλοτρόπως για να ενισχυθούν το δέρμα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου. (από άρθρο στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, 9 Σεπτεμβρίου 2008)
  2. (για φυτά) που ζει και αναπτύσσεται κοντά στο νερό

Μεταφράσεις