ψήνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του ψήνω → {{παθ|ψήνω}} με τη χρήση AWB |
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
[[chr:ψήνομαι]] |
[[chr:ψήνομαι]] |
||
[[en:ψήνομαι]] |
|||
[[fj:ψήνομαι]] |
[[fj:ψήνομαι]] |
||
[[mg:ψήνομαι]] |
[[mg:ψήνομαι]] |
Αναθεώρηση της 22:42, 16 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ψήνομαι < παθητική φωνή του ρήματος ψήνω
Ρήμα
ψήνομαι, πρτ.: ψηνόμουν, στ.μέλλ.: θα ψηθώ, αόρ.: ψήθηκα, μτχ.π.π.: ψημένος
- για φαγητό που ετοιμάζεται στο φούρνο ή στα κάρβουνα
- το φαγητό ψήνεται στους 200 βαθμούς για δύο ώρες
- (μεταφορικά) με ζεσταίνει υπερβολικά κάτι
- οι οικοδόμοι ψήνονται κάτω από τον καυτό ήλιο
- (κατ’ επέκταση) έχω υπερβολικά μεγάλη θερμοκρασία σώματος
- ψήνομαι στον πυρετό
- σκέφτομαι να κάνω κάτι
- ψήνομαι ν' αγοράσω καινούριο υπολογιστή
Μεταφράσεις
ψήνομαι
|