μαστίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 17: Γραμμή 17:


{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|beset}}, {{τ|en|plague}}, {{τ|en|bedevil}}, {{τ|en|attack}}, {{τ|en|assail}}, {{τ|en|beleaguer}}, {{τ|en|afflict}}, {{τ|en|torment}}, {{τ|en|torture}}, {{τ|en|rack}}, {{τ|en|oppress}}, {{τ|en|trouble}}, {{τ|en|worry}}, {{τ|en|bother}}, {{τ|en|harass}}, {{τ|en|hound}}, {{τ|en|harry}}, {{τ|en|dog}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 23:46, 23 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μαστίζω < αρχαία ελληνική μαστίζω

Ρήμα

μαστίζω

  1. ταλαιπωρώ δεινά σαν μάστιγα
    Αυτή η αρρώστια μαστίζει όλα τα δέντρα του κάμπου
    Η Αϊτή μαστιζόταν από αρρώστιες μετά το σεισμό των 7 ρίχτερ το 2010


Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

μαστίζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

μαστίζω

  1. → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Συγγενικά