δασύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{el-κλίσ-'ευθύς'}} |
{{el-κλίσ-'ευθύς'}} |
||
'''{{PAGENAME}}, -εία, -ύ''' |
'''{{PAGENAME}}, -εία, -ύ''' |
||
# που προφέρεται με εκπνοή αέρα |
|||
: ''τα σύμφωνα ''θ, φ'' και ''χ'' στα αρχαία ελληνικά ήταν '''δασέα''''' |
#: ''τα σύμφωνα ''θ, φ'' και ''χ'' στα αρχαία ελληνικά ήταν '''δασέα''''' |
||
: '''''δασύς''' ήχος, '''δασεία''' προφορά'' |
#: '''''δασύς''' ήχος, '''δασεία''' προφορά'' |
||
# το {{θ}} ως ουσ: Η [[δασεία]] {{βλ}}. |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
* [[δασεία]] |
* [[δασεία]] |
Αναθεώρηση της 08:03, 24 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δασύς < αρχαία ελληνική δασύς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
δασύς, -ιά, -ύ (το θηλυκό με αυτή την έννοια αδόκιμο ως επίθετο)
- πυκνός, για τρίχωμα ή φύλλωμα
- στα δασιά πλατάνια
Μεταφράσεις
πυκνός
|
Επίθετο
Πρότυπο:el-κλίσ-'ευθύς' δασύς, -εία, -ύ
- που προφέρεται με εκπνοή αέρα
- τα σύμφωνα θ, φ και χ στα αρχαία ελληνικά ήταν δασέα
- δασύς ήχος, δασεία προφορά
- το θηλυκό ως ουσ: Η δασεία → δείτε τη λέξη .
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δασύς < θέμα δασ-
Επίθετο
δασύς
- ο πυκνός, τραχύς, θαμνώδης, τριχωτός, τρυχερός, δασύτριχος
Συγγενικά
- δασύτης-ητος , η τραχύτητα, το δασύτριχο
- δάσος
- δασύνω (γίνομαι τριχωτός, αποκτώ τρίχωμα, αλλά και κάνω κάτι τραχύ)
Σύνθετα
- δάσος (πυκνή συστάδα δέντρων, δριμός)
- δασύθριξ , ο δασύτριχος, πολύ τριχωτός, τρυχερός
- δασύμαλλος
- δασυπώγων (με πυκνή γενειάδα)
- δασύστερνος (με τριχωτό, μαλιαρό στέρνο)
- δασύπους (για ζώα, όπως ο λαγός)