δασύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
==={{επίθετο|el|αριθ=1}}=== |
==={{επίθετο|el|αριθ=1}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}, -ιά, -ύ''' (το θηλυκό με αυτή την έννοια αδόκιμο ως επίθετο) |
'''{{PAGENAME}}, -ιά, -ύ''' (το θηλυκό με αυτή την έννοια αδόκιμο ως επίθετο) |
||
# [[πυκνός]], για τρίχωμα ή φύλλωμα |
|||
: ''στα '''δασιά''' πλατάνια'' |
#: ''στα '''δασιά''' πλατάνια'' |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 08:06, 24 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- δασύς < αρχαία ελληνική δασύς
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
δασύς, -ιά, -ύ (το θηλυκό με αυτή την έννοια αδόκιμο ως επίθετο)
- πυκνός, για τρίχωμα ή φύλλωμα
- στα δασιά πλατάνια
Μεταφράσεις
πυκνός
|
Επίθετο
Πρότυπο:el-κλίσ-'ευθύς' δασύς, -εία, -ύ
- που προφέρεται με εκπνοή αέρα
- τα σύμφωνα θ, φ και χ στα αρχαία ελληνικά ήταν δασέα
- δασύς ήχος, δασεία προφορά
- το θηλυκό ως ουσ: Η δασεία → δείτε τη λέξη .
Συγγενικά
Μεταφράσεις=
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- δασύς < θέμα δασ-
Επίθετο
δασύς
- ο πυκνός, τραχύς, θαμνώδης, τριχωτός, τρυχερός, δασύτριχος
Συγγενικά
- δασύτης-ητος , η τραχύτητα, το δασύτριχο
- δάσος
- δασύνω (γίνομαι τριχωτός, αποκτώ τρίχωμα, αλλά και κάνω κάτι τραχύ)
Σύνθετα
- δάσος (πυκνή συστάδα δέντρων, δριμός)
- δασύθριξ , ο δασύτριχος, πολύ τριχωτός, τρυχερός
- δασύμαλλος
- δασυπώγων (με πυκνή γενειάδα)
- δασύστερνος (με τριχωτό, μαλιαρό στέρνο)
- δασύπους (για ζώα, όπως ο λαγός)