βαριά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
|||
Γραμμή 3: | Γραμμή 3: | ||
{{el-κλίσ-'καρδιά'}} |
{{el-κλίσ-'καρδιά'}} |
||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < [[βαρύς]] |
: '''{{PAGENAME}}''' < {{θ}} του επιθέτου [[βαρύς]] ως ουσ. |
||
?<ref>?</ref> |
?<ref>?</ref> |
||
? |
? |
Αναθεώρηση της 08:14, 24 Μαρτίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βαριά | οι | βαριές |
γενική | της | βαριάς | των | βαριών |
αιτιατική | τη | βαριά | τις | βαριές |
κλητική | βαριά | βαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- βαριά < θηλυκό του επιθέτου βαρύς ως ουσ.
?[1] ?
Ουσιαστικό
βαριά θηλυκό
- μεγάλο σφυρί που πρέπει να το κρατήσει κανείς και με τα δυο χέρια
Μεταφράσεις
βαριά
Επίρρημα
βαριά
- με βαρύ τρόπο
Μεταφράσεις
- ↑ ?
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)