αναπτύσσω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 38: Γραμμή 38:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|develop}}
* {{en}} : {{τ|en|develop}}, ''σκέψη, ιδέα'': {{τ|en|elaborate}}
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sq}} : {{τ|sq|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 18:07, 29 Μαρτίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναπτύσσω < αρχαία ελληνική ἀναπτύσσω

Ρήμα

αναπτύσσω (παθητικό: αναπτύσσομαι)

  1. απλώνω, ξετυλίγω, ανοίγω μια κατασκευή
    Οι δυνάμεις του εχθρού αναπτύχθηκαν σε όλο το εύρος... των χρηματιστηρίων
    Οι επιφάνειες του κύβου ή της πυραμίδας αναπτύσσονται στο επίπεδο, αλλά της σφαίρας όχι, και γι' αυτό οι χάρτες δεν είναι ακριβείς
  2. αυξάνω, μεγαλώνω, επεκτείνω
    Θέλω να επεκταθώ, αλλά για να αναπτυχθεί η δουλειά χρειάζονται κεφάλαια
  3. αυξάνω σωματικά ή ψυχικά, προάγω
    Το παιδί πρέπει να τρώει καλά γιατί αναπτύσσεται
    Χρειάζεται εμπειρίες ο άνθρωπος για να αναπτυχθεί ο εγκέφαλος και οι ικανότητές του
    Η ιατρική δεν μπορεί να αναπτυχθεί σε χώρες που διαλύουν το νοσηλευτικό σύστημα
  4. παρουσιάζω μια θεωρία σχετικά εκτενώς, αλλά τονίζοντας απαραιτήτως όλα τα βασικά στοιχεία της
    Το θέμα δεν αναπτύχθηκε σωστά
  5. αυξάνω
    Το ΙΧ των ληστών ανέπτυξε ταχύτητα και χάθηκε μέσα στη νύχτα
  6. δημιουργώ, σχηματίζομαι
    Ανάμεσά τους αναπτύχθηκε γρήγορα μια τρυφερή σχέση


Κλίση

Συγγενικά


Μεταφράσεις