αισθητικός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eo |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: mg:αισθητικός |
||
Γραμμή 129: | Γραμμή 129: | ||
[[en:αισθητικός]] |
[[en:αισθητικός]] |
||
[[eo:αισθητικός]] |
[[eo:αισθητικός]] |
||
[[mg:αισθητικός]] |
|||
[[pl:αισθητικός]] |
[[pl:αισθητικός]] |
||
[[ru:αισθητικός]] |
[[ru:αισθητικός]] |
Αναθεώρηση της 04:54, 15 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αισθητικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
αισθητικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται στην ομορφιά και την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
- αισθητική αγωγή, αισθητικοί κανόνες
- σχετικός με την ομορφιά του ανθρώπινου σώματος
- αισθητική αποκατάσταση, αισθητική χειρουργική
- Πρότυπο:ιατρ σχετικός με τις αισθήσεις
- αισθητικό νεύρο
Συγγενικά
Σύνθετα
- αλγαισθητικός
- αντιαισθητικός
- παραισθητικός
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
Αντώνυμα
- αναισθητικός (αφορά τα νεύρα)
- αντιαισθητικός (αφορά την αισθητική)
Μεταφράσεις
επίθετο
Ουσιαστικό
αισθητικός αρσενικό ή θηλυκό
- που ασχολείται με την αισθητική ως κλάδο της φιλοσοφίας
- που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος, πχ των μαλλιών, των νυχιών, του προσώπου
Μεταφράσεις
που ασχολείται επαγγελματικά με την ομορφιά και την περιποίηση του ανθρώπινου σώματος