εύθικτος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης
μ Ρομπότ: Προσθήκη: mg:εύθικτος
Γραμμή 68: Γραμμή 68:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[mg:εύθικτος]]

Αναθεώρηση της 12:08, 16 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εύθικτος, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική εὔθικτος

Επίθετο

εύθικτος, -η, -ο

  1. που θίγεται εύκολα, που συχνά θεωρεί προσβλητικά λόγια ή συμπεριφορές των άλλων απέναντί του

Συνώνυμα

Συγγενικά


Μεταφράσεις