αραιώνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 64: | Γραμμή 64: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fr:αραιώνω]] |
Αναθεώρηση της 00:31, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αραιώνω < αρχαία ελληνική ἀραιῶ + -ώνω
Ρήμα
αραιώνω
- μειώνω την πυκνότητα κάποιου διαλύματος, προσθέτοντας μια άλλη ουσία
- κάνω κάτι σε μικρότερη χρονική συχνότητα
- μεγαλώνω την απόσταση μεταξύ πραγμάτων ή αντικειμένων
Αντώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αραιώνω | αραίωνα | θα αραιώνω | να αραιώνω | αραιώνοντας | |
β' ενικ. | αραιώνεις | αραίωνες | θα αραιώνεις | να αραιώνεις | αραίωνε | |
γ' ενικ. | αραιώνει | αραίωνε | θα αραιώνει | να αραιώνει | ||
α' πληθ. | αραιώνουμε | αραιώναμε | θα αραιώνουμε | να αραιώνουμε | ||
β' πληθ. | αραιώνετε | αραιώνατε | θα αραιώνετε | να αραιώνετε | αραιώνετε | |
γ' πληθ. | αραιώνουν(ε) | αραίωναν αραιώναν(ε) |
θα αραιώνουν(ε) | να αραιώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αραίωσα | θα αραιώσω | να αραιώσω | αραιώσει | ||
β' ενικ. | αραίωσες | θα αραιώσεις | να αραιώσεις | αραίωσε | ||
γ' ενικ. | αραίωσε | θα αραιώσει | να αραιώσει | |||
α' πληθ. | αραιώσαμε | θα αραιώσουμε | να αραιώσουμε | |||
β' πληθ. | αραιώσατε | θα αραιώσετε | να αραιώσετε | αραιώστε | ||
γ' πληθ. | αραίωσαν αραιώσαν(ε) |
θα αραιώσουν(ε) | να αραιώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αραιώσει | είχα αραιώσει | θα έχω αραιώσει | να έχω αραιώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αραιώσει | είχες αραιώσει | θα έχεις αραιώσει | να έχεις αραιώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αραιώσει | είχε αραιώσει | θα έχει αραιώσει | να έχει αραιώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αραιώσει | είχαμε αραιώσει | θα έχουμε αραιώσει | να έχουμε αραιώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αραιώσει | είχατε αραιώσει | θα έχετε αραιώσει | να έχετε αραιώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αραιώσει | είχαν αραιώσει | θα έχουν αραιώσει | να έχουν αραιώσει |
|