βαστώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NDessenne (συζήτηση | συνεισφορές)
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 62: Γραμμή 62:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:βαστώ]]
[[mg:βαστώ]]

Αναθεώρηση της 12:07, 29 Απριλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

βαστώ < αρχαία ελληνική βαστάζω

Ρήμα

βαστώ, πρτ.: βαστούσα και βάσταγα, στ.μέλλ.: θα βαστήξω και βαστάξω, αόρ.: βάστηξα και βάσταξα, παθ.φωνή: βαστιέμαι

  1. κρατώ, στηρίζω
    τον βάσταγε από το χέρι
  2. συγκρατώ
    τον βαστάγανε τρεις να μην ορμήξει στον αντίπαλό του
  3. αντέχω
    δε βάσταξε άλλο και ξέσπασε σε κλάματα

Μεταφράσεις