γυναικείος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Olmav (συζήτηση | συνεισφορές) Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 63: | Γραμμή 63: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:γυναικείος]] |
|||
[[en:γυναικείος]] |
|||
[[hr:γυναικείος]] |
|||
[[pl:γυναικείος]] |
Αναθεώρηση της 18:53, 29 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- γυναικείος < αρχαία ελληνική γυναικεῖος < γυνή
Επίθετο
γυναικείος αρσενικό, γυναικεία θηλυκό, γυναικείο ουδέτερο
- που ανήκει ή αναφέρεται στη γυναίκα, σε ενήλικα που ανήκει στο γυναικείο φύλο
- γυναικεία συμπεριφορά, γυναικείο ντύσιμο, γυναικεία καμώματα, γυναικεία φυλακή, γυναικείος πληθυσμός
- γυναικεία: τα είδη, σε εμπορικά καταστήματα (γυναικεία, παιδικά, ανδρικά)
- που μοιάζει με γυναίκα ή μοιάζει να ανήκει σε γυναίκα, όμως αυτό δεν ισχύει
- μιλάει γυναικεία (έχει λεπτή φωνή ή μιλάει με νάζι)
- άσε τα γυναικεία καμώματα, ακόμα είσαι 13 χρονών