δικάζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 105: Γραμμή 105:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:δικάζω]]
[[en:δικάζω]]
[[fr:δικάζω]]
[[it:δικάζω]]
[[lt:δικάζω]]
[[mg:δικάζω]]
[[ru:δικάζω]]

Αναθεώρηση της 21:16, 29 Απριλίου 2017

Δείτε επίσης: δεκάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δικάζω < αρχαία ελληνική δικάζω < δίκη

Ρήμα

δικάζω (παθητική φωνή: δικάζομαι)

  1. Πρότυπο:νομ βγάζω καταδικαστική ή αθωωτική απόφαση για κάποιον ως δικαστής
  2. (κατ’ επέκταση) καταδικάζω
  3. (μεταφορικά) κρίνω

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις