επισκέπτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 102: | Γραμμή 102: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[chr:επισκέπτης]] |
|||
[[en:επισκέπτης]] |
|||
[[fj:επισκέπτης]] |
|||
[[fr:επισκέπτης]] |
|||
[[mg:επισκέπτης]] |
Αναθεώρηση της 09:49, 30 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επισκέπτης < αρχαία ελληνική ἐπισκέπτης ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική visiteur)
Ουσιαστικό
επισκέπτης αρσενικό (θηλυκό: επισκέπτρια)
- άτομο που επισκέπτεται, που κάνει επίσκεψη
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
- αντεπισκέπτης
- αντεπισκέπτομαι
- επισκέπτρια
- επισκέπτομαι
- → δείτε τις λέξεις επί και σκέφτομαι