εργαζόμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη tg |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 58: | Γραμμή 58: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:εργαζόμενος]] |
|||
[[tg:εργαζόμενος]] |
Αναθεώρηση της 12:33, 30 Απριλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εργαζόμενος < μετοχή ενεστώτα του εργάζομαι
Μετοχή
εργαζόμενος, -η, -ο
- που εργάζεται
- (ως ουσιαστικό) αυτός που εργάζεται με σχέση εξαρτημένης εργασίας, ο εργάτης ή ο υπάλληλος
Μεταφράσεις
εργαζόμενος