ψωμί: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:ψωμί
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 80: Γραμμή 80:


[[Κατηγορία:Τρόφιμα (ελληνικά)]]
[[Κατηγορία:Τρόφιμα (ελληνικά)]]

[[az:ψωμί]]
[[be:ψωμί]]
[[chr:ψωμί]]
[[cs:ψωμί]]
[[da:ψωμί]]
[[en:ψωμί]]
[[eo:ψωμί]]
[[es:ψωμί]]
[[et:ψωμί]]
[[eu:ψωμί]]
[[fa:ψωμί]]
[[fi:ψωμί]]
[[fj:ψωμί]]
[[fr:ψωμί]]
[[gl:ψωμί]]
[[hr:ψωμί]]
[[hu:ψωμί]]
[[hy:ψωμί]]
[[id:ψωμί]]
[[io:ψωμί]]
[[it:ψωμί]]
[[ko:ψωμί]]
[[ku:ψωμί]]
[[li:ψωμί]]
[[lo:ψωμί]]
[[lt:ψωμί]]
[[mg:ψωμί]]
[[nl:ψωμί]]
[[pl:ψωμί]]
[[pt:ψωμί]]
[[ro:ψωμί]]
[[ru:ψωμί]]
[[sm:ψωμί]]
[[so:ψωμί]]
[[sq:ψωμί]]
[[sv:ψωμί]]
[[tg:ψωμί]]
[[th:ψωμί]]
[[tr:ψωμί]]
[[uz:ψωμί]]

Αναθεώρηση της 11:44, 6 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ψωμί τα ψωμιά
      γενική του ψωμιού των ψωμιών
    αιτιατική το ψωμί τα ψωμιά
     κλητική ψωμί ψωμιά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψωμί < μεσαιωνική ελληνική ψωμίν < ψωμίον (κομματάκι) < αρχαία ελληνική ψωμός < ψώω (τρίβω)

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

ποικιλίες ψωμιού

ψωμί ουδέτερο

  1. είδος φαγητού που φτιάχνεται από αλεύρι, νερό και άλλα υλικά, και ψήνεται σε φούρνο, ο άρτος
    δεν ζει κανείς μόνο με ψωμί και νερό!
  2. το μεροκάματο
    δουλεύει για να βγάλει το ψωμί του.

Συγγενικά

Σύνθετα

Σημειώσεις

  • (λαϊκότροπο): η λέξη ψωμί (και παράγωγά της) χρησιμοποιείται σε γενική έννοια, αντί άρτος, δεν υφίσταται καμία διάταξη ή νόμος που να προσδιορίζει τη λέξη "ψωμί", ούτε πινακίδα καταστήματος με τη λέξη ψωμάδικο, αλλά ούτε και επαγγελματίας του είδους που να δέχεται τον όρο ψωμάς.

Εκφράσεις

  • Ψωμί δεν έχουμε, τυρί ζητάμε

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις