splitter: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 10: | Γραμμή 10: | ||
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
{{τ|en|{{PAGENAME}}}} |
||
# [[διαχωριστής]] |
# [[διαχωριστής]] |
||
# επιστήμονας ειδοταξινομητής ο οποίος με την πρώτη δικαιολογία διαχωρίζει τα είδη και άρα εμφανίζονται περισσότερα, πιθανώς και εικονικά όταν το παρακάνει |
# επιστήμονας ειδοταξινομητής - ταξωνομαστής ο οποίος με την πρώτη δικαιολογία διαχωρίζει τα είδη και άρα εμφανίζονται περισσότερα, πιθανώς και εικονικά όταν το παρακάνει |
||
# {{τεχν}} διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές έξοδος (πχ. έχω μόνο μία κιθάρα, αλλά με '''splitter''' την διανέμω σε δύο ενισχυτές | έχω μόνο μία κονσόλα, αλλά με '''splitter''' την διανέμω σε τρεις τηλεοράσεις) |
# {{τεχν}} διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές έξοδος (πχ. έχω μόνο μία κιθάρα, αλλά με '''splitter''' την διανέμω σε δύο ενισχυτές | έχω μόνο μία κονσόλα, αλλά με '''splitter''' την διανέμω σε τρεις τηλεοράσεις) |
||
#* {{αντώνυμα|en}}: [[switch]] |
#* {{αντώνυμα|en}}: [[switch]] |
Αναθεώρηση της 06:27, 8 Μαΐου 2017
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
- splitter < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
splitter (en)
- διαχωριστής
- επιστήμονας ειδοταξινομητής - ταξωνομαστής ο οποίος με την πρώτη δικαιολογία διαχωρίζει τα είδη και άρα εμφανίζονται περισσότερα, πιθανώς και εικονικά όταν το παρακάνει
- Πρότυπο:τεχν διαχωριστής - διανεμητής, αντάπτορας ο οποίος διανέμει παράλληλα το ίδιο ακριβώς σήμα σε πολλές έξοδος (πχ. έχω μόνο μία κιθάρα, αλλά με splitter την διανέμω σε δύο ενισχυτές | έχω μόνο μία κονσόλα, αλλά με splitter την διανέμω σε τρεις τηλεοράσεις)
- Αντώνυμα: switch
Γερμανικά (de)
Ουσιαστικό
splitter (de)