μερισμός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 78: | Γραμμή 78: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:μερισμός]] |
|||
[[pl:μερισμός]] |
Αναθεώρηση της 18:19, 21 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μερισμός < αρχαία ελληνική μερισμός
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μερισμός αρσενικό
- η διαίρεση, ο χωρισμός μιας ποσότητας σε περισσότερα του ενός μέρη συνήθως με βάση κάποια αναλογία
- θεματική ενότητα της πρακτικής αριθμητικής που ασχολείται με το μοίρασμα διάφορων ποσοτήτων, κυρίως οικονομικών, σε μέρη ανάλογα κάποιων δοθέντων αριθμών