νάνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη pl |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 54: | Γραμμή 54: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:νάνος]] |
|||
[[ko:νάνος]] |
|||
[[mg:νάνος]] |
|||
[[pl:νάνος]] |
|||
[[ru:νάνος]] |
Αναθεώρηση της 20:07, 21 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νάνος < αρχαία ελληνική νᾶνος
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
νάνος αρσενικό
- (ιατρική) άνθρωπος πολύ κοντός και μικρόσωμος σε σχέση με άλλα άτομα της ηλικίας του
- άτομο ανάξιο κι ασήμαντο στον τομέα στον οποία ανήκει
- (βοτανική) φυτό με διαστάσεις πολύ μικρότερες από το συνηθισμένο
- (ζωολογία) ζώο μικρού σώματος που χρησιμοποιείται κυρίως ως πειραματόζωο
- (αστρονομία) λευκός ή άσπρος νάνος: αστέρας με σχετικά μικρό μέγεθος, αποτέλεσμα της έκρηξης αστέρα με μάζα λιγότερη από το οκταπλάσιο της μάζας του Ήλιου
- πλάσμα της φαντασίας που, υποτίθεται, ζει στα δάση, στα βουνά ή σε στοές κι έχει ιδιαίτερες τεχνικές ικανότητες, κυρίως, στην ξυλουργία και τη μεταλλουργία