ξεγελώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 69: | Γραμμή 69: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[mg:ξεγελώ]] |
Αναθεώρηση της 21:00, 21 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ξεγελώ < αρχαία ελληνική ἐκγελῶ
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
ξεγελώ, πρτ.: ξεγελούσα, στ.μέλλ.: θα ξεγελάσω, αόρ.: ξεγέλασα, παθ.φωνή: ξεγελιέμαι, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος
- εξαπατώ κάποιον με ψέματα ή υποκρισία, τον κάνω να με πιστέψει ή να μου δείξει εμπιστοσύνη
- τον ξεγέλασε και του έφαγε την περιουσία
Εκφράσεις
- ξεγελώ την πείνα μου : τρώω κάτι πρόχειρο, για να μην πεινάω προσωρινά