όνος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 33: | Γραμμή 33: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:όνος]] |
|||
[[ko:όνος]] |
|||
[[lt:όνος]] |
|||
[[mg:όνος]] |
|||
[[pl:όνος]] |
|||
[[ro:όνος]] |
Αναθεώρηση της 21:59, 21 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- όνος < αρχαία ελληνική ὄνος
Ουσιαστικό
όνος αρσενικό
Εκφράσεις
- περί όνου σκιάς: για κάτι που δεν έχει πραγματικά σημασία
Συγγενικά
Σύνθετα
- ημιονηγός
- ονηλάτης
- ονηλασία
- ονοκέφαλος
- ονόκομβος κν γαϊδουρόκομπος
- ονολάτραι, ονομασία που απέδιδαν χλευαστκά οι εθνικοί αρχικά στους Ιουδαίους και βραδύτερα στους χριστιανούς
- ονολατρεία, η λατρεία ονοκεφάλων δαιμόνων σε πρωτόγονους λαούς
- ονόπορδον, βοτ. κν γαϊδουράγκαθο
Μεταφράσεις
όνος
→ δείτε τη λέξη γάιδαρος |