παζάρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη eo
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 80: Γραμμή 80:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:παζάρι]]
[[eo:παζάρι]]
[[fr:παζάρι]]
[[li:παζάρι]]
[[mg:παζάρι]]
[[pl:παζάρι]]

Αναθεώρηση της 22:44, 21 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το παζάρι τα παζάρια
      γενική του παζαριού των παζαριών
    αιτιατική το παζάρι τα παζάρια
     κλητική παζάρι παζάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παζάρι < μεσαιωνική ελληνική παζάρι(ο)ν < Πρότυπο:ετυμ tr pazar < Πρότυπο:ετυμ fa بازار (bâzâr) < μέση περσική wʾčʾl (wāzār, αγορά)

Ουσιαστικό

παζάρι ουδέτερο

  1. η υπαίθρια αγορά
  2. η διαπραγμάτευση για την τιμή ενός προϊόντος μεταξύ εμπόρου και αγοραστή
     συνώνυμα: παζάρεμα
    στην Ανατολή σχεδόν επιβάλλονται τα παζάρια

Συγγενικά

Εκφράσεις

Μεταφράσεις