παντοπώλης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 58: Γραμμή 58:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:παντοπώλης]]
[[fr:παντοπώλης]]

Αναθεώρηση της 23:06, 21 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

παντοπώλης < παντο- (πας + -πώλης (< πωλώ)

Ουσιαστικό

παντοπώλης αρσενικό(θηλυκό παντοπώλισσα)

  • ο ιδιοκτήτης καταστήματος που πουλάει τρόφιμα και μικροπράγματα για το σπίτι


Συνώνυμα

Μεταφράσεις