προφύλαξη: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 71: Γραμμή 71:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:προφύλαξη]]
[[fr:προφύλαξη]]
[[mg:προφύλαξη]]

Αναθεώρηση της 20:17, 23 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}

Ετυμολογία

προφύλαξη < προφύλαξις < αρχαία ελληνική προφυλάσσω < πρό + φυλάσσω

Ουσιαστικό

προφύλαξη θηλυκό

  1. μέριμνα, φροντίδα, λήψη μέτρων για προστασία προτού συμβεί κάτι, προληπτικά
    Οι ηλικιωμένοι χρειάζονται προφύλαξη από το κρύο, γιατί τυχόν πνευμονία μπορεί να αποβεί μοιραία
  2. πρόχειρος τρόπος αναφοράς στα μέτρα αυτά καθαυτά που παίρνει κάποιος για να προφυλαχθεί
  3. μέσα αντισύλληψης και προστασίας από μολύνσεις κατά την συνουσία
    Πρέπει να παίρνεις προφυλάξεις παιδί μου όταν κάνεις σεξ


Μεταφράσεις