παράσταση: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 71: Γραμμή 71:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[chr:παράσταση]]
[[en:παράσταση]]
[[lt:παράσταση]]
[[mg:παράσταση]]
[[pl:παράσταση]]
[[ru:παράσταση]]

Αναθεώρηση της 20:42, 25 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

ΛΑΘΟΣ ΚΛΙΣΗ. Για προπαροξύτονα θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε την {{el-κλίση-'δύναμη'}} ή την {{el-κλίση-'παγκοσμιοποίηση'}}

Ετυμολογία

παράσταση < μεσαιωνική ελληνική παράστασις < αρχαία ελληνική παρίστημι < αρχαία ελληνική παρά + ίστημι

Ουσιαστικό

παράσταση θηλυκό

  1. το να εμφανίζει κάποιος οτιδήποτε μπροστά σε κάποιον
  2. η αποτυπωμένη σε νόμισμα, ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο, μορφή ενός ή περισσοτέρων ατόμων.
    Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό.
    Πρώτη μαρτυρία για εμφάνιση της σημαίας έχουμε σε παράσταση στο Περσικό αγγείο του Δούριδος.
  3. η παρουσίαση ενός θεατρικού δρώμενου στη σκηνή του θεάτρου
    του ζητήθηκε να παίξει σε μία παράσταση για φιλανθρωπικό σκοπό
  4. η από τον νόμο σωστή εμφάνιση (παρουσία ή/και ντύσιμο) δημοσίου ή ιδιωτικού υπαλλήλου-λειτουργού
    Στους προέδρους των Ν.Ε. καταβάλλεται το 1/2 των εξόδων παράστασης του Νομάρχη.
  5. η παρουσία δικηγόρου στο δικαστήριο
    Έλαβε αμοιβή για δύο παραστάσεις ενώπιον του πρωτοδικείου.
  6. η διπλωματική ενέργεια (συνήθως στον πληθυντικό: παραστάσεις)
    Οι διπλωματικές παραστάσεις προηγούνται των αντιμέτρων.
  7. η παρουσίαση με αριθμούς και σύμβολα επιστημονικών πράξεων, εννοιών ή εκφράσεων
    στην παράσταση α2+β αν αντικαταστήσουμε το α με 2 και το β με 4 τότε...
    η γραφική παράσταση του α3 είναι...

Μεταφράσεις