στρατάρχης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:στρατάρχης]] |
|||
[[ru:στρατάρχης]] |
Αναθεώρηση της 22:34, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- στρατάρχης < αρχαία ελληνική στρατάρχης < στρατός + -άρχης < ἄρχω (εξουσιάζω)
Ουσιαστικό
στρατάρχης αρσενικό
- βαθμός ανώτατου αξιωματικού του Στρατού Ξηράς, αμέσως ανώτερος του στρατηγού, που αντιστοιχίζεται στο βαθμό OF-10 του NATO. Προβλέπεται για διοίκηση σχηματισμών μεγαλύτερων της στρατιάς.
Μεταφράσεις
στρατάρχης