συμβατός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
|||
Γραμμή 76: | Γραμμή 76: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[fr:συμβατός]] |
Αναθεώρηση της 22:41, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμβατός | η | συμβατή | το | συμβατό |
γενική | του | συμβατού | της | συμβατής | του | συμβατού |
αιτιατική | τον | συμβατό | τη | συμβατή | το | συμβατό |
κλητική | συμβατέ | συμβατή | συμβατό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμβατοί | οι | συμβατές | τα | συμβατά |
γενική | των | συμβατών | των | συμβατών | των | συμβατών |
αιτιατική | τους | συμβατούς | τις | συμβατές | τα | συμβατά |
κλητική | συμβατοί | συμβατές | συμβατά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
- συμβατός < ελληνιστική συμβατός < συμβαίνω
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; αρσενικό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; θηλυκό
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ουδέτερο
Επίθετο
συμβατός, -ή, -ό
- που καθορίζεται από σύμβαση
- που μπορεί να υπάρξει με κάτι άλλο
- που ταιριάζει και χρησιμοποιείται με κάτι άλλο
- Πρότυπο:πληροφ που μπορεί:
- να εκτελεστεί από συγκεκριμένο υπολογιστή· λέγεται για πρόγραμμα
- να χρησιμοποιηθεί με συγκεκριμένη συσκευή· λέγεται για εξαρτήματα υπολογιστών
- να λειτουργήσει ισοδύναμα με κάποιο, ευρύτερα γνωστό και χρησιμοποιούμενο, σύστημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
συμβατός