τάρταρα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Προσθ. ορισμ. κατ
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 61: Γραμμή 61:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:τάρταρα]]
[[mg:τάρταρα]]
[[nl:τάρταρα]]
[[ro:τάρταρα]]
[[zh-min-nan:τάρταρα]]

Αναθεώρηση της 23:02, 25 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα τάρταρα
      γενική των ταρτάρων
    αιτιατική τα τάρταρα
     κλητική τάρταρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τάρταρα < αρχαία ελληνική Τάρταρα, πληθυντικός του ετερόκλιτου αρσενικού Τάρταρος

Ουσιαστικό

τάρταρα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  1. (μυθολογία) ο κάτω κόσμος, ο τόπος του Άδη (κατά την ελληνική μυθολογία)
  2. (θρησκεία) ο τόπος τιμωρίας των ψυχών στον Κάτω Κόσμο (κατά υιοθεσία του όρου και ερμηνεία από τις λεγόμενες μονοθεϊστικές θρησκείες)
  3. (μεταφορικά) η κατάσταση στην οποία κάποιος βασανίζεται ψυχικά


Μεταφράσεις