φτιάχνομαι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →‎{{ετυμολογία}}: αντικατέστησε: παθητική φωνή του φτιάχνω → {{παθ|φτιάχνω}} με τη χρήση AWB
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 90: Γραμμή 90:


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

[[en:φτιάχνομαι]]

Αναθεώρηση της 18:00, 26 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

φτιάχνομαι < παθητική φωνή του ρήματος φτιάχνω

Ρήμα

φτιάχνομαι , πρτ.: φτιαχνόμουν, στ.μέλλ.: θα φτιαχτώ, αόρ.: φτιάχτηκα, μτχ.π.π.: φτιαγμένος

  1. κατασκευάζομαι, γίνομαι με ορισμένα υλικά
  2. επιδιορθώνομαι
  3. καλλωπίζομαι
  4. έρχομαι σε κατάσταση ευφορίας είτε επειδή άκουσα κάτι ευχάριστα είτε με λήψη ναρκωτικών
  5. (μεταφορικά) (ειρωνικό) έρχομαι σε κατάσταση εκνευρισμού
    μη μου λέτε τέτοια γιατί φτιάχνομαι


Μεταφράσεις