χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:χήνα |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 118: | Γραμμή 118: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[az:χήνα]] |
|||
[[chr:χήνα]] |
|||
[[cs:χήνα]] |
|||
[[da:χήνα]] |
|||
[[en:χήνα]] |
|||
[[eo:χήνα]] |
|||
[[fr:χήνα]] |
|||
[[hu:χήνα]] |
|||
[[io:χήνα]] |
|||
[[ja:χήνα]] |
|||
[[ko:χήνα]] |
|||
[[lt:χήνα]] |
|||
[[mg:χήνα]] |
|||
[[pl:χήνα]] |
|||
[[pt:χήνα]] |
|||
[[ro:χήνα]] |
|||
[[ru:χήνα]] |
|||
[[sq:χήνα]] |
|||
[[tr:χήνα]] |
Αναθεώρηση της 18:19, 26 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό
- Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
- εύπιστος άνθρωπος
- (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- χήνα < κέχηνα χαίνω
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό
- η χήνα, η άγρια και η ήμερη
Συγγενικά
- χήνειος,α,ον και ιωνικός τύπος χήνεος,η,ον
- χηνίσκος
- χηναλώπηξ (είδος χήνας της Αιγύπτου που ζούσε ή ίσως και ζει, σε οπές)