φλεγμονή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 8 γλωσσων
Γραμμή 33: Γραμμή 33:
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|XXX}} -->
* {{bg}} : {{τ|bg|възпаление}}
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} -->
* {{fr}} : {{τ|en|inflammation}}
* {{fr}} : {{τ|en|inflammation}}
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|XXX}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|XXX}} -->
* {{nl}} : {{τ|nl|ontsteking}}
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
<!-- * {{cy}} : {{τ|cy|XXX}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|gyulladás}}
* {{hu}} : {{τ|hu|gyulladás}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|XXX}} -->
* {{pl}} : {{τ|pl|zapalenie}}
* {{pl}} : {{τ|pl|zapalenie}}
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|XXX}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|inchação}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|XXX}} -->
* {{ro}} : {{τ|ro|flegmon}}
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{roa-rup}} : {{τ|roa-rup|XXX}} -->
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|XXX}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|флегмона}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|XXX}} -->
* {{sr}} : {{τ|sr|упала}}
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|XXX}} -->
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|XXX}} -->
* {{sv}} : {{τ|sv|varböld}}
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{th}} : {{τ|th|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|XXX}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|XXX}} -->
* {{cs}} : {{τ|cs|zánět}}
* {{fi}} : {{τ|hu|tulehdus|noentry=1}}
* {{fi}} : {{τ|fi|tulehdus|noentry=1}}
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}



Αναθεώρηση της 09:47, 31 Μαΐου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλεγμονή οι φλεγμονές
      γενική της φλεγμονής των φλεγμονών
    αιτιατική τη φλεγμονή τις φλεγμονές
     κλητική φλεγμονή φλεγμονές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλεγμονή < αρχαία ελληνική φλεγμονή (οίδημα, πρήξιμο, φλόγωση, οργή) < φλέγμα

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

φλεγμονή θηλυκό

  • η τοπική αντίδραση του οργανισμού στην μόλυνση από παθογόνους μικροοργανισμούς, η οποία εκδηλώνεται με τοπικό οίδημα, πόνο, κοκκίνισμα και, πιθανόν, πυρετό

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις