βαρύς: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
Βάρη

=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'βαθύς'|γεΟ2=έος|γπΟ2=έων|οπΟ2=έα}}
{{el-κλίσ-'βαθύς'|γεΟ2=έος|γπΟ2=έων|οπΟ2=έα}}

Αναθεώρηση της 22:24, 1 Ιουνίου 2017

Βάρη

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'βαθύς'

Ετυμολογία

βαρύς < αρχαία ελληνική βαρύς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷréh₂us (βαρύς) < *gʷreh₂- (βαρύς)

Επίθετο

βαρύς, -ιά, -ύ, συγκριτικός: βαρύτερος, υπερθετικός: βαρύτατος

  1. που έχει μεγάλο βάρος, που ζυγίζει πολλά κιλά
    το παλιό έπιπλο ήταν βαρύ κι ασήκωτο
  2. που έχει μεγάλη πυκνότητα
    όταν κάποιοι έλεγαν ότι θα φτιάξουν ιπτάμενες συσκευές βαρύτερες από τον αέρα, τους έλεγαν αιθεροβάμονες
  3. (για φαγητό ή ποτό) που έχει μεγάλη ποσότητα από μια ουσία, πολύ έντονη γεύση ή έχει άσχημη επίδραση στον οργανισμό
    έναν καφέ πολλά βαρύ, παρακαλώ
    το στιφάδο είναι βαρύ φαγητό και με πειράζει
    βαριά ποτά, βαριά τσιγάρα
  4. που δείχνει σημάδια επιδείνωσης
    ο καιρός ήταν βαρύς και φαινόταν ότι θα βρέξει
  5. (μεταφορικά) που αναμένεται να έχει άσχημες επιπτώσεις
    οι κατηγορίες εναντίον του ήταν βαρύτατες
  6. (μεταφορικά) άσχημος, γεμάτος ένταση ή στενοχώρια
    η ατμόσφαιρα ανάμεσα στους δυο παλιούς φίλους ήταν πολύ βαριά
  7. (για άνθρωπο) κακοδιάθετος ή/και υπερβολικά σοβαρός, σε σημείο αγένειας καμιά φορά
    Σήμερα το πρωί ο Γιώργος ήταν βαρύς κι ασήκωτος. Τι να του συνέβη άραγε;
    • βαρύ πεπόνι: έκφραση που περιγράφει έναν τέτοιο άνθρωπο

Συγγενικά

Μεταφράσεις