πασχάλιο: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ μΠροσθ.+ Σημ. |
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
||
Γραμμή 5: | Γραμμή 5: | ||
===={{προφορά}}==== |
===={{προφορά}}==== |
||
{{ΔΦΑ|pa.'sxa.li.ɔ|γλ= |
{{ΔΦΑ|pa.'sxa.li.ɔ|γλ=el}} |
||
[[πληθυντικός]]: {{ΔΦΑ|pa.'sxa.li.a|γλ= |
[[πληθυντικός]]: {{ΔΦΑ|pa.'sxa.li.a|γλ=el}} ή {{ΔΦΑ|pa.'sxa.lia|γλ=el}} |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 20:32, 27 Ιουνίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πασχάλιο < μεσαιωνική ελληνική πασχάλιον, ουδέτερο του πασχάλιος < Πάσχα < (ελληνιστική κοινή) Πάσχα < Πρότυπο:ετυμ arc פסחא < Πρότυπο:ετυμ he פסח (pesakh)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε; ή
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
πασχάλιο ουδέτερο
- (θρησκεία) ετήσιος ημερολογιακός πίνακας με τις ημερομηνίες της εορτής του χριστιανικού Πάσχα και των κινητών εορτών που εξαρτώνται απ’ αυτή
Σημειώσεις
- το πασχάλιο είναι κοινό μεταξύ νεοημερολογιτών και παλαιοημερολογιτών ορθοδόξων χριστιανών και διάφορο μεταξύ ετεροδόξων χριστιανών, η δε αναφορά του γίνεται κατά δόγμα και έτος, π.χ. ορθόδοξο πασχάλιο του 1960, ή καθολικό πασχάλιο του 2000.
Εκφράσεις
- έχασε / χάνει τ’ αβγά και τα πασχάλια: δεν ξέρει πώς να φερθεί ή γενικότερα αγνοεί πολλά
- ≈ συνώνυμα: τα ’χει χάσει / τα ’χει χαμένα
- Η φράση «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» πολύ συχνά ακούγεται σε παραλλαγή: «έχασε τ’ αβγά και τα πασχάλια». Κανονικά, αυτή η φράση είναι λαθεμένη, συμφυρμός της «έχασε τ’ αβγά και τα καλάθια» και της «έχασε τα πασχάλια» που τη λέμε για κάποιον που τα έχει χαμένα, όπως τον παλιό καιρό οι παπάδες που έχαναν τους τυφλοσούρτες τους και δεν ήξεραν πότε πέφτει το Πάσχα. Κι επειδή το Πάσχα είναι δεμένο με τ’ αβγά τα κόκκινα, εύλογο είναι να συμφύρονται οι δυο φράσεις. (*)
- (παρωχημένο) έχασε / χάνει τα πασχάλια
- Γυναίκες, ἀθλητάδες, / παιδιῶν, ἡρώων κεφάλια, / σὲ ταχτικές ἀράδες / μὲς τὰ Μουσεῖα θωρᾷς, / καὶ χάνεις τὰ πασχάλια / χωρὶς νὰ τὸ νογᾷς. (Γεράσιμος Μαρκοράς, Φρονιμάδα)
- Ἀκόμη ὅμως μιὰ δραχμὴ γιὰ τὸν καπνὸ προσθέτει / καὶ χάνουν τὰ πασχάλια των οἱ τόσοι Περικλέτοι. (Γεώργιος Σουρής, Ο θησαυρός της θάλασσας)
Μεταφράσεις
πασχάλιο
|