προηγούμενος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'όμορφος'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < λόγια μετοχή ενεστώτα του ρήματος [[προηγούμαι]]
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}, {{μτχπε|προηγέομαι}} / [[προηγοῦμαι]]


==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}'''
# που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι [[πριν]] από κάποιον ή κάτι άλλο
# που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι [[πριν]] από κάποιον ή κάτι άλλο
#:{{συνων}} [[προγενέστερος]], [[πρωτύτερος]]
#: ''ο '''προηγούμενος''' ομιλητής, τα '''προηγούμενα''' χρόνια, το '''προηγούμενο''' βιβλίο του''
#: ''ο '''προηγούμενος''' ομιλητής, τα '''προηγούμενα''' χρόνια, το '''προηγούμενο''' βιβλίο του''
# που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο
# που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
*[[άνευ προηγουμένου]]
* [[προηγουμένη]]
* [[προηγουμένη]]
* [[προηγούμενο]]
* [[προηγούμενο]]
* [[προηγουμένως]]
* [[προηγουμένως]]
*{{βλ|προηγούμαι|ηγούμαι}}


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====

Αναθεώρηση της 06:02, 23 Ιουλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προηγούμενος η προηγούμενη το προηγούμενο
      γενική του προηγούμενου της προηγούμενης του προηγούμενου
    αιτιατική τον προηγούμενο την προηγούμενη το προηγούμενο
     κλητική προηγούμενε προηγούμενη προηγούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προηγούμενοι οι προηγούμενες τα προηγούμενα
      γενική των προηγούμενων των προηγούμενων των προηγούμενων
    αιτιατική τους προηγούμενους τις προηγούμενες τα προηγούμενα
     κλητική προηγούμενοι προηγούμενες προηγούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προηγούμενος < αρχαία ελληνική προηγούμενος, μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος προηγέομαι / προηγοῦμαι

Επίθετο

προηγούμενος

  1. που συνέβη ή υπήρξε ή έκανε κάτι πριν από κάποιον ή κάτι άλλο
     συνώνυμα: προγενέστερος, πρωτύτερος
    ο προηγούμενος ομιλητής, τα προηγούμενα χρόνια, το προηγούμενο βιβλίο του
  2. που προηγείται, που βρίσκεται μπροστά από κάποιον ή κάτι άλλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις