χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
[[Αρχείο:CanadaGoose.jpg|thumb|150px|χήνα]]
[[Αρχείο:CanadaGoose.jpg|thumb|150px|χήνα]]
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}({{α}} [[χήνος]])
# {{ορνιθολ}} [[νηκτικός|νηκτικό]] πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την [[πάπια]], έχει μακρύ λαιμό
# {{ορνιθολ}} [[νηκτικός|νηκτικό]] πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την [[πάπια]], έχει μακρύ λαιμό
# [[εύπιστος]] άνθρωπος
# [[εύπιστος]] άνθρωπος
Γραμμή 100: Γραμμή 100:
{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}
-------
-------

=={{-grc-}}==
=={{-grc-}}==



Αναθεώρηση της 10:58, 13 Αυγούστου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα

χήνα θηλυκό(αρσενικό χήνος)

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) (παρωχημένο) το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χήνα < κέχηνα χαίνω

Ουσιαστικό

χήνα θηλυκό

  • η χήνα, η άγρια και η ήμερη


Συγγενικά