πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
δείτε,+παρωχ. ορισμ,, grc |
|||
Γραμμή 119: | Γραμμή 119: | ||
# [[αρρώστια]] |
# [[αρρώστια]] |
||
# [[διάθεση]], [[κατάσταση]] |
# [[διάθεση]], [[κατάσταση]] |
||
# {{ |
# {{λογικ}} οι ιδιότητες των πραγμάτων |
||
# {{γραμμ}} η αλλαγή [[φθόγγος|φθόγγου]] ή [[κατάληξη]]ς |
# {{γραμμ}} η αλλαγή [[φθόγγος|φθόγγου]] ή [[κατάληξη]]ς |
||
Αναθεώρηση της 12:18, 26 Αυγούστου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πάθος < αρχαία ελληνική πάθος
Ουσιαστικό
πάθος ουδέτερο
- πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
- ερωτικό πάθος
- μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
- πάθος για τη ζωγραφική
- ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
- το αντικείμενο του πάθους
- η μουσική είναι το πάθος της
- πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
- τα Πάθη του Χριστού
- των παθών μου τον τάραχο
- Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
- η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
- (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- πάθος < πάσχω
Ουσιαστικό
πάθος
- οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
- ατύχημα
- αρρώστια
- διάθεση, κατάσταση
- Πρότυπο:λογικ οι ιδιότητες των πραγμάτων
- Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης