πάθος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
δείτε,+παρωχ. ορισμ,, grc
Γραμμή 119: Γραμμή 119:
# [[αρρώστια]]
# [[αρρώστια]]
# [[διάθεση]], [[κατάσταση]]
# [[διάθεση]], [[κατάσταση]]
# {{λογική}} οι ιδιότητες των πραγμάτων
# {{λογικ}} οι ιδιότητες των πραγμάτων
# {{γραμμ}} η αλλαγή [[φθόγγος|φθόγγου]] ή [[κατάληξη]]ς
# {{γραμμ}} η αλλαγή [[φθόγγος|φθόγγου]] ή [[κατάληξη]]ς



Αναθεώρηση της 12:18, 26 Αυγούστου 2017

Δείτε επίσης: παθός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πάθος < αρχαία ελληνική πάθος

Ουσιαστικό

πάθος ουδέτερο

  1. πολύ ισχυρό συναίσθημα που υπερισχύει της λογικής
    ερωτικό πάθος
  2. μεγάλη αγάπη και ενθουσιασμός για κάτι, ολοκληρωτική αφοσίωση, μεγάλη ενεργητικότητα και αποφασιστικότητα για την επίτευξη κάποιου στόχου
    πάθος για τη ζωγραφική
    ρίχτηκε στον αγώνα με πάθος
  3. το αντικείμενο του πάθους
    η μουσική είναι το πάθος της
  4. πάθημα, κάτι οδυνηρό που σε κάνει να υποφέρεις σωματικά ή ψυχικά
    τα Πάθη του Χριστού
    των παθών μου τον τάραχο
  5. Πρότυπο:γραμμ μεταβολή ενός φθόγγου
    η ανομοίωση των δασέων είναι ένα από τα χαρακτηριστικά πάθη των συμφώνων στην αρχαία ελληνική
  6. (παρωχημένο) (συνήθως στον πληθυντικό) αφροδίσιο νόσημα

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πάθος < πάσχω

Ουσιαστικό

πάθος

  1. οτιδήποτε, είτε καλό είτε κακό, από το οποίο κάποιος πάσχει
  2. ατύχημα
  3. αρρώστια
  4. διάθεση, κατάσταση
  5. Πρότυπο:λογικ οι ιδιότητες των πραγμάτων
  6. Πρότυπο:γραμμ η αλλαγή φθόγγου ή κατάληξης