μισθοδοσία: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
→{{μεταφράσεις}}: de Lohnzahlung |
||
Γραμμή 31: | Γραμμή 31: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{de}} : {{τ|de|Lohnzahlung}} |
|||
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 23:04, 2 Σεπτεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μισθοδοσία < αρχαία ελληνική μισθοδοσία < μισθός + δίδωμι
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
μισθοδοσία θηλυκό
- το αποτέλεσμα του μισθοδοτώ, το δόσιμο του μισθού σε κάποιον
- η κατάσταση με τους εκάστοτε μισθούς επιχείρησης, οργανισμού κλπ.