κυνόδοντας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Γραμμή 59: Γραμμή 59:
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} -->
* {{fi}} : {{τ|fi|kulmahammas}}


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}

Αναθεώρηση της 21:58, 1 Οκτωβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κυνόδοντας οι κυνόδοντες
      γενική του κυνόδοντα των κυνοδόντων
    αιτιατική τον κυνόδοντα τους κυνόδοντες
     κλητική κυνόδοντα κυνόδοντες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κυνόδοντας < αρχαία ελληνική κυνόδους < κυν- (< κύων) + οδοντ- (< ὀδούς) + -ας

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
η θέση των κυνόδοντων της άνω γνάθου στην οδοντοστοιχία του ενηλίκου και του παιδιού

Ουσιαστικό

κυνόδοντας αρσενικό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις