ταυτώνυμος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 7: Γραμμή 7:
==={{επίθετο|el}}===
==={{επίθετο|el}}===
{{τ|el|ταυτώνυμος}}, -'''η''', -'''ο''' {{αθο}}, {{εν}}<br>
{{τ|el|ταυτώνυμος}}, -'''η''', -'''ο''' {{αθο}}, {{εν}}<br>
# απόλυτα [[συνώνυμος]]
# {{ταξιν}} διπλό ταξινομικό όνομα πχ. Alces alces, Axis axis, Bison bison, Capreolus capreolus[https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_tautonyms]
# {{ταξιν}} διπλό ταξινομικό όνομα πχ. Alces alces, Axis axis, Bison bison, Capreolus capreolus[https://en.wikipedia.org/wiki/List_of_tautonyms]
# λέξη συσταμένη-δομημένη από διπλασιασμό ή πολλαπλασιασμό συλλαβής πχ. νταντά, ντάντα, βαβά, μαμά, μπουμπού κτλ.
# λέξη συσταμένη-δομημένη από διπλασιασμό ή πολλαπλασιασμό συλλαβής πχ. νταντά, ντάντα, βαβά, μαμά, μπουμπού κτλ.
# απόλυτα [[συνώνυμος]], [[ταυτόσημος]]


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===

Αναθεώρηση της 01:40, 8 Οκτωβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταυτώνυμος η ταυτώνυμη το ταυτώνυμο
      γενική του ταυτώνυμου της ταυτώνυμης του ταυτώνυμου
    αιτιατική τον ταυτώνυμο την ταυτώνυμη το ταυτώνυμο
     κλητική ταυτώνυμε ταυτώνυμη ταυτώνυμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταυτώνυμοι οι ταυτώνυμες τα ταυτώνυμα
      γενική των ταυτώνυμων των ταυτώνυμων των ταυτώνυμων
    αιτιατική τους ταυτώνυμους τις ταυτώνυμες τα ταυτώνυμα
     κλητική ταυτώνυμοι ταυτώνυμες ταυτώνυμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταυτώνυμος < αρχαία ελληνική ταυτώνυμος < ταυτό- (εκθλιπτική κράση: τ' αυτός) + ὄνυμα (μεταλλαγή του ο σε ω κατά την σύνθεση)

Επίθετο

ταυτώνυμος (el), -η, -ο αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο, ενικός

  1. Πρότυπο:ταξιν διπλό ταξινομικό όνομα πχ. Alces alces, Axis axis, Bison bison, Capreolus capreolus[1]
  2. λέξη συσταμένη-δομημένη από διπλασιασμό ή πολλαπλασιασμό συλλαβής πχ. νταντά, ντάντα, βαβά, μαμά, μπουμπού κτλ.
  3. απόλυτα συνώνυμος, ταυτόσημος

Ουσιαστικό