ιχθυοτρόφος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
αφ σημ 2 κ 3
Γραμμή 5: Γραμμή 5:


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{αθ}}
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών
# αυτός που ασχολείται με την [[ιχθυοτροφία]], εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών



Αναθεώρηση της 16:09, 9 Οκτωβρίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

ιχθυοτρόφος < (ελληνιστική κοινήἰχθυοτρόφος < ἰχθύς + τρέφω

Ουσιαστικό

ιχθυοτρόφος αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που ασχολείται με την ιχθυοτροφία, εργαζόμενος σε φάρμα ψαριών

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις