ελληνικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 2A02:587:B00:3900:8A83:22FF:FE27:6D79 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγο...
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|:Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα}}
{{δείτε|:Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα}}

=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'βουνό'|α=πλ}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < {{ουσεπ ο|ελληνικός}}
: '''{{λ}}''' < {{ουσεπ ο|ελληνικός}}


==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{λ}}''' {{οπλ}}
{{el-κλίσ-'βουνό'|α=πλ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{οπλ}} και [[ελληνική]] {{θ}}<br>
* η [[ελληνικός|ελληνική]] [[γλώσσα]]
*: ''μιλάει [[άπταιστα]] [[ελληνικά]]''
(υφίσταται όμως και το λαϊκότροπο: ''το «[[ελληνικό]]»'')

* η ελληνική [[γλώσσα]]
===={{μορφές}}====
: ''μιλάει άπταιστα '''ελληνικά'''''
*[[ελληνική]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
* {{βλ|ελληνικός|Έλληνας|Ελλάδα}}
* {{βλ|ελληνικός|Έλληνας|Ελλάδα}}

==={{μορφή επιθέτου|el}}===
τα {{τ|el|ελληνικά}} {{ο}}, {{πλ}}
* ονομαστική, αιτιατική και κλητική κλίση πληθυντικού ουδετέρου του επιθέτου ο [[ελληνικός]]
==={{επίρρημα|el}}===
{{τ|el|ελληνικά}}
* με '''[[ελληνικό]]''' τρόπο, συμφωνα με τα [[ελληνικά]] έθιμα
*: {{συνώνυμα|el}}: [[ελληνικώς]], [[ελληνότροπα]], [[ελληνοτρόπως]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 104: Γραμμή 96:


==={{επίρρημα|el}}===
==={{επίρρημα|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{λ}}'''
# χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
# χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
# με [[ελληνικό]] [:τρόπο]], [[σύμφωνα]] με τα {{λ}} [[έθιμα]]
#: {{συνων}} [[ελληνικώς]], [[ελληνότροπα]], [[ελληνοτρόπως]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 185: Γραμμή 179:


==={{μορφή επιθέτου|el}}===
==={{μορφή επιθέτου|el}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{λ}}'''
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|ελληνικό}}
* {{πτώσειςΟΑΚπλ|ελληνικό}}



Αναθεώρηση της 09:25, 4 Νοεμβρίου 2017

Δείτε επίσης: Κατηγορία:Ελληνική γλώσσα

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ελληνικά
      γενική των ελληνικών
    αιτιατική τα ελληνικά
     κλητική ελληνικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνικά < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ελληνικός

Ουσιαστικό

ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Άλλες μορφές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Επίρρημα

ελληνικά

  1. χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
  2. με ελληνικό [:τρόπο]], σύμφωνα με τα ελληνικά έθιμα
     συνώνυμα: ελληνικώς, ελληνότροπα, ελληνοτρόπως

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ελληνικά