λαδόκολλα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ απλοποίηση προτ. κλίσης |
→{{μεταφράσεις}}: de Backpapier |
||
Γραμμή 27: | Γραμμή 27: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{de}} : {{τ|de|Backpapier}} |
|||
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{yi}} : {{τ|yi|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ka}} : {{τ|ka|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 17:20, 12 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λαδόκολλα | οι | λαδόκολλες |
γενική | της | λαδόκολλας | — | |
αιτιατική | τη | λαδόκολλα | τις | λαδόκολλες |
κλητική | λαδόκολλα | λαδόκολλες | ||
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο. Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
λαδόκολλα θηλυκό
- αδιάβροχο χαρτί εμποτισμένο με λιπαρή ουσία, με το οποίο τυλίγουμε κρεατικά και ψάρια για να τα ψήσουμε χωρίς να χασουν τους χυμούς τους ή το στρώνουμε στα ταψιά για να μην κολλήσουν τα γλυκίσματα στο ψήσιμο
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
λαδόκολλα
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)