κοσκινίζω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ διαγραφή των interwikis |
→{{μεταφράσεις}}: de sieben |
||
Γραμμή 21: | Γραμμή 21: | ||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
<!-- * {{br}} : {{τ|br|XXX}} --> |
||
* {{fr}} : {{τ|fr|passer au tamis|noentry=1}}, {{τ|fr|tamiser}} |
* {{fr}} : {{τ|fr|passer au tamis|noentry=1}}, {{τ|fr|tamiser}} |
||
* {{de}} : {{τ|de|sieben}} |
|||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|XXX}} --> |
||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
<!-- * {{et}} : {{τ|et|XXX}} --> |
Αναθεώρηση της 18:09, 12 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοσκινίζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
κοσκινίζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κοσκινίζω | κοσκίνιζα | θα κοσκινίζω | να κοσκινίζω | κοσκινίζοντας | |
β' ενικ. | κοσκινίζεις | κοσκίνιζες | θα κοσκινίζεις | να κοσκινίζεις | κοσκίνιζε | |
γ' ενικ. | κοσκινίζει | κοσκίνιζε | θα κοσκινίζει | να κοσκινίζει | ||
α' πληθ. | κοσκινίζουμε | κοσκινίζαμε | θα κοσκινίζουμε | να κοσκινίζουμε | ||
β' πληθ. | κοσκινίζετε | κοσκινίζατε | θα κοσκινίζετε | να κοσκινίζετε | κοσκινίζετε | |
γ' πληθ. | κοσκινίζουν(ε) | κοσκίνιζαν κοσκινίζαν(ε) |
θα κοσκινίζουν(ε) | να κοσκινίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κοσκίνισα | θα κοσκινίσω | να κοσκινίσω | κοσκινίσει | ||
β' ενικ. | κοσκίνισες | θα κοσκινίσεις | να κοσκινίσεις | κοσκίνισε | ||
γ' ενικ. | κοσκίνισε | θα κοσκινίσει | να κοσκινίσει | |||
α' πληθ. | κοσκινίσαμε | θα κοσκινίσουμε | να κοσκινίσουμε | |||
β' πληθ. | κοσκινίσατε | θα κοσκινίσετε | να κοσκινίσετε | κοσκινίστε | ||
γ' πληθ. | κοσκίνισαν κοσκινίσαν(ε) |
θα κοσκινίσουν(ε) | να κοσκινίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κοσκινίσει | είχα κοσκινίσει | θα έχω κοσκινίσει | να έχω κοσκινίσει | ||
β' ενικ. | έχεις κοσκινίσει | είχες κοσκινίσει | θα έχεις κοσκινίσει | να έχεις κοσκινίσει | ||
γ' ενικ. | έχει κοσκινίσει | είχε κοσκινίσει | θα έχει κοσκινίσει | να έχει κοσκινίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κοσκινίσει | είχαμε κοσκινίσει | θα έχουμε κοσκινίσει | να έχουμε κοσκινίσει | ||
β' πληθ. | έχετε κοσκινίσει | είχατε κοσκινίσει | θα έχετε κοσκινίσει | να έχετε κοσκινίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κοσκινίσει | είχαν κοσκινίσει | θα έχουν κοσκινίσει | να έχουν κοσκινίσει |
|